-
1 κακοηθης
21) злой, негодный, порочный, дурной Arph., Dem.τὸ κακόηθες καὴ ἀκόλαστον καὴ ἀνελεύθερον Plat. — испорченность, разнузданность и низость
2) ( о вещах) отвратительный, скверный, бран. проклятый(κλειδία κακοηθέστατα! Arph.)
3) злокачественный, опасный(δῆγμα σηπῶν Arst.)
См. также в других словарях:
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek